σιωπηλοῦ

σιωπηλοῦ
σιωπηλός
silent
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιωπηλότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σιωπηλού, το να είναι κανείς σιωπηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπηλός. Η λ., στον λόγιο τ. σιωπηλότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Ουτρέχτη — (Utrecht). Πόλη (230 634 κάτ.) της κεντρικής Ολλανδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.331 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή, σε μια διακλάδωση του κάτω ρου του Ρήνου, του Κρόμε Ρέιν, που εδώ χωρίζεται επίσης στον Όουντε Ρέιν και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”